- θαλασσαιμία
- ηκληρονομική μορφή αιμολυτικής αναιμίας, μεσογειακή αναιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thalassemia < thalass- (πρβλ. θαλασσο- + -emia (πρβλ. -αιμία < αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
θαλασσοαναιμία — η βλ. θαλασσαιμία … Dictionary of Greek